- βαρυδάκρυος
- βαρυδάκρυος, -ον και βαρύδακρυς, -υ (Α)αυτός που θρηνεί με πικρά δάκρυα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαρυδάκρυος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυδάκρυον — βαρυδάκρυος masc/fem acc sg βαρυδάκρυος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek